- ὁλέρημος
- ὁλέρημος, ον,A entirely deserted,
κώμη PSI1.105.10
(ii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κώμη PSI1.105.10
(ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ολέρημος — ὁλέρημος, ον (Α) ο εντελώς έρημος («ὁλέρημος κώμη», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + ἔρημος] … Dictionary of Greek
έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… … Dictionary of Greek
ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) … Dictionary of Greek